Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

Ίσως κάποιο πρωί

ΙΣΩΣ ΚΑΠΟΙΟ ΠΡΩΙ...

Ίσως κάποιο πρωί που θα πορεύομαι σ' έναν στεγνό
αέρα κρυσταλλένιο, γυρίζοντας, θα ιδώ το θαύμα εκ-
πληρωμένο:
το τίποτα στη ράχη μου, πίσω μου το κενό,
με τρόμο που θα μ΄έκανε σαν μεθυσμένο.


Μετά, σαν σε οθόνη θ' απλωθούν ξαφνικά
δέντρα, σπίτια, λόφοι, στο συνηθισμένο αντικατοπτρι-
σμό.
Μα θα είναι πια πολύ αργά. θα φύγω σιωπηλά
μες στους ανθρώπους που δεν στρέφονται , με το δικό
μου μυστικό.


εουτζένιο μοντάλε



Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014

κυριακή -ιμπρέσιον


Κάθομαι starbacks. Μια κοπέλα στο διπλανό τραπεζάκι πίνει τον καπουτσίνο της και μου πιάνει την κουβέντα . Περιμένει λέει να την δουν για δουλειά . Της λέω δύσκολη δουλειά πολύ τρέξιμο. Μου λέει: παντού. Τη λένε Ειρήνη είναι 25 χρονών μοιάζει πιο μικρή, από Νίκαια. Μου λέει ότι ψάχνει εδώ κι έξι μήνες για δουλειά και τίποτα. Της λέω καλή επιτυχία. Έχει πολύ έντονα κόκκινα μαλλιά και φοράει σκουλαρίκι στη μύτη. Μιλάμε για το πως κατάφερε να πετύχει αυτό το χρώμα στα μαλλιά της. Είναι συμπαθητική και όμορφη . Ακούει ροκ και παλιά που είχε λεφτά  όπως λέει σύχναζε στα εξάρχεια. Ο κόσμος πολύς στο μοναστηράκι. Σκέφτομαι: αυτή είναι μια κοπέλα της εργατικής τάξης...
Διασχίζω την Αθηνάς και κατεβαίνω την Ευριπίδου. Μετανάστες, μαγαζιά με μπαχαρικά,βότανα, ψιλικά, παστουρμάδες.Κατευθύνομαι σε ένα νεοκλασικό μέγαρο που είναι πλέον γκαλερί. Στην είσοδο τέσσερα τζάνκι. Ξαπλωμένοι στα σκαλιά με ανασηκωμένα παντελόνια. Πληγές και έλκη και ρυάκια αίματος πάνω στα πόδια. Ξεραμένο αίμα. Ανθρώπινα ράκη στα μαρμάρινα λευκά σκαλιά του μεγάρου που προφανώς ανήκει σε κάποιον πλούσιο γκαλερίστα. Χτυπάω το κουδούνι και μου ανοίγουν . Μπαίνω μέσα σε μια λευκή αίθουσα . Το πρότζεκτ είναι ηχητική εγκατάσταση απαγγελίας ποίησης .Λευκοί τοίχοι, λευκό πάτωμα, απουσία άλλων αντικειμένων εκτός από δυο τρία μαύρα κιβωτιόσχημα καθίσματα και τα μαύρα ηχεία. Γκαλερί.  Σκέφτομαι τα πρεζάκια και τον στίχο του Χαίντερλιν "και οι ποιητές τι χρειάζονται σε έναν μικρόψυχο καιρό;"  Σκέφτομαι τα λευκά κελιά και την Ούρλικε Μάινχοφ, τα λόγια του Αντόρνο ότι μετά το άουσβιτς είναι βαρβαρότητα να γράφει κανείς ποίηση. Ακούω για μιάμιση ώρα τους ποιητές. Σκέφτομαι την απάντηση που δίνει ο ίδιος ο Χαίντερλιν:
"Οι Ποιητές [ωστόσο] σαν τους ιερείς του Βάκχου τους

σεβασμίους

χρεωστούν να φανερώνονται από Χώρα εις Χώραν, εν μέσω

των ιερών νυχτών. "

Δεν ξέρω, να προτιμήσω μια σταγόνα αίμα ή μια στάλα μελάνι; ;;;;Ο Μαγιακόφσκι προτιμά το αίμα.