Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καρούζος Νίκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καρούζος Νίκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

ποιήματα για το Σολωμό



ΔΟΝΗΣΕΙΣ

Μακάριος εκείνος όταν
τον κατάκλυσε ο θάνατος
γκρεμίζοντας τη λαλιά του
σα να μπουκώθηκε με χιόνι
και μούδιασε η φτερούγα του κόσμου
μακάριος ο ταραγμένος απ' το αίνιγμα του δυόσμου.

Μακάριος ο Θεόφιλος που άγιασε με περικεφαλαία.
Μακάριος ο Διονύσιος κόμης Σολωμός
άγων φάος αγνόν απ΄ το αλωνάκι, μακάριος,
όταν έπαυε να γράφει
κ' έγραφε μέσα-μέσα στην ψυχή του
πίνοντας.

Γι' αυτό η ποίηση βγαίνει με τα πρόβατα
θωπεύει τις αγιάτρευτες σκυλίτσες.

Νίκος Καρούζος, από τη συλλογή "Πενθήματα" , 1969.

ΑΝΤΙΘΕΤΟΣ ΥΠΝΟΣ



Χυμένη η καρδιά μου στο θαυμαστό ηλιοβασίλεμα.
Πόσες φορές συλλογιστήκαμε τη νηνεμία
του πάθους και του πόνου μέσα μας;
Ω σοβαρά και ιδεώδη χρώματα!
Πέρα στη δύση έχουν λιώσει τα βουνά
μόλις που διαγράφονται στον καμβά του αέρα
και μονάχα οι αιθέριες γραμμές τους βαυκαλίζονται
στο βεβαιότερο έρωτα της παρουσίας.
Ο πόνος απ' τη μεριά του είναι ήσυχος
κι ατάραχο το πάθος
οι φιόγκοι της φωτιάς στα ξύλα του χειμώνα.


Νίκος Καρούζος, από τη συλλογή "Πενθήματα" 1969

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011

ποιήματα για το Σολωμό


ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ,
Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΣΤ' ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΥ

Πώς πέφτουμε στη νύχτα κι από τι πόθους...
Με κοφτερή μοναξιά στολισμένος άρχισα να κοιμάμαι
λευκός ιδρωμένος μέσα στην αγελάδα του ύπνου
κλεισμένος ολούθε απ' τον όνειρο που κυματίζει στα βάθη
κι ολοένα κερδίζει την ύλη πέρα της.
Ένα ξημέρωμα καθάριζε τα μάτια μου
στους ουρανούς ανοίγαν όλα τα παράθυρα κι ο Διονύσιος
μαυροντυμένος μ' άσπρα χειρόκτια κρατούσε το σκουληκάκι
στην παλάμη που έμοιαζε με στουπέτσι βαμμένη
πλάι του σ' ωραία παραλία
έπεφταν οι κολυμβητές να πιάσουν το σταυρό τα Θεοφάνεια
και μακριά πώς ακούγονταν αθώα τουφέκια
ο βρόντος της αγάπης η χαρά της συμφοράς
μ' όλα τ' άνθη σε γαλάζια δευτερόλεπτα μ' όλες τις αχτίδες
την αγαπημένη του πεταλούδα στον ιερό γλιτωμό της
και δράκοντες ευωδιάς ανέβαιναν από κίτρινες σκάλες
ώς τα κοράσια που δε χάρηκαν τον έρωτα.
Γύρω ήτανε δάσος χιλιοπράσινο
με τα πουλιά σαν αναρίθμητους καρπούς απάνω στα δέντρα
με τα πουλιά σε μεθυσμένη σύναξη για πάντα κ' ένας σκύλος
αργά πηγαίνοντας ούρησε στο κορμί της κοντινής αμυγδαλιάς
με σηκωμένο πόδι κι ανάμεσα
ο γόος έσφαζε τη φωνή που τινάχτηκε από τρεις λέξεις
           οι απαίσιες χιλιετηρίδες 

Νίκος Καρούζος, από τη συλλογή ο Υπνόσακκος [1964]

Σάββατο 27 Αυγούστου 2011

Δυσημερία του στήθους



ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ
ΔΥΣΗΜΕΡΙΑ ΤΟΥ ΣΤΗΘΟΥΣ




Έρχεται πάλι τεφρώδης ο Τειρεσίας
με το δεξί του χέρι ανεμίζοντας υπεράνω
το σπαραγμένο στεφανοχάρτι του Οιδίποδα
με τ' άλλο χέρι κρατώντας από χρυσή
αλυσίδα τα χρώματα.
Έρχεται τώρα στεφανωμένος με χαμομήλι
(κάποτε είχε ρίξει στο κεφάλι του ασβέστη).
Λένε πως πάει στην Ανακήρυξη του Νερού
μελετώντας ουράνια πράματα
και κάθε τόσο τρίβει
τα θλιβερά καλάμια τα μαστάρια του που κρέμονται
σ' ολάκερη την αποτυχία του σώματος
γιατί το ξέρει: περισσότερο απ' όλες τις αισθήσεις
η αφή λυτρώνει, η πιο άσημη.
Χαζεύω τυφλός-είπε ξάφνου και κάθισε
βάζοντας θεατρικά το ραβδί του στα γόνατα,
χαμένο από μέρες κι ανεύρετο.-
Έτσι χαζεύουν κ' οι απέραντοι νεκροί
την πλάση στα ψυχιατρεία
κάθε αμνός που σφάχτηκε λαβαίνει πάλι το κορμί του
με αστραπές που μεγαλώνουν την ευλάβεια.
Η νύχτα πρήστηκε κι ο Τειρεσίας μυρίζει άσχημα
όσοι τον βλέπουν κάνουν πέρα πιάνοντας
τη μύτη τους με χαρτομάντιλα.
Μονάχα ο αγέρας περιβάλλει άνετα
το γηραλέο τούτο ψοφίμι
γεμάτο σκοτάδι και αγνή αποσύνθεση.
Ούτ' ένας ήχος μέσ' στο βάραθρο του στήθους!
Κι όμως χαιρόμαστε κανονικά
ποιμαίνουμε τις εβδομάδες
όσο κι αν η τέφρα δυναστεύει την όραση
χαρίζοντας το πλήγμα να λιγοστεύουμε.
Γι' αυτό και οι καρποί σαν ταξιδιώτες παρατούν τα δέντρα
πέφτοντας έρημοι στην απέραντη τύχη.
Ο Τειρεσίας αναπνέει με τα βράγχια του απόλυτου
τον ξεκλειδώνει κάποτε ξαφνική ανατριχίλα
γυρίζοντας το αίμα
καθώς γυρίζει ο φτωχός
το παλιωμένο ρούχο και το ξανανιώνει.
Τίποτα δεν υπάρχει ανάμεσα
στη σφύρα του θανάτου και στον άκμονα
που είν' ο απόρρητος ήλιος.
Εκείνος που δεν άντεξε τ' αστέρια
γνωρίζει τη λεπίδα του κενού και ουρλιάζει.

Νίκος Καρούζος


Από τη συλλογή:  ΛΕΥΚΟΠΛΑΣΙΗΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ (1971)